μετάθεση

μετάθεση
η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι]
1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης
2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία
νεοελλ.
1. (με χρονική σημασία) αναβολή («η μετάθεση τής ημερομηνίας τής συνάντησης κορυφής»)
2. μουσ. η εκτέλεση ενός τεμαχίου ή ενός μουσικού αποσπάσματος από ένα ηχητικό ύψος σε άλλο, χωρίς να μεταβληθούν τα διαστήματα
3. μαθημ. πράξη που συνίσταται στη μεταφορά στοιχείων από μια ορισμένη σειρά διαδοχής σε άλλη σειρά διαδοχής τών ίδιων στοιχείων
4. βιολ. αναδιάταξη τής χρωμοσωμικής δομής που επιφέρει την αλλαγή θέσης τών τμημάτων τών χρωματοσωμάτων καθώς και τών ακολουθιών τών γονιδίων που αυτά περιέχουν
5
χημ. α) οργανική αντίδραση κατά την οποία σε ένα μόριο πραγματοποιείται αντικατάσταση ενός ατόμου ή μιας ρίζας από άλλο άτομο ή άλλη ρίζα
β) οργανική αντίδραση κατά την οποία ένα ή περισσότερα άτομα τού ίδιου μορίου ανακατατάσσονται, με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση ισομερίωσης ή άλλης ασυνήθους διαδικασίας
6. (ψυχαναλ.) η θετική ή αρνητική έντονη συναισθηματική σύνδεση τού ασθενούς με τον θεραπευτή, κατά την οποία ο πρώτος ξαναβιώνει καταστάσεις τής παιδικής του ηλικίας απωθημένες στο ασυνείδητο και τίς προβάλλει στο ουδέτερο πρόσωπο τού ψυχαναλυτή
7. φρ. α) «μετάθεση ευθυνών» — η προσπάθεια επίρριψης τών ευθυνών που βαραίνουν κάποιον σε άλλο πρόσωπο
β) «αμοιβαία μετάθεση» — η εναλλαγή τής θέσης δύο υπαλλήλων
γ) «δυσμενής μετάθεση» — η μετακίνηση υπαλλήλου σε μειονεκτική περιφέρεια ή δικαιοδοσία
δ) «μετάθεση ποσότητας»
γλωσσ. η αντιμεταχώρηση
ε) «μετάθεση συχνότητας»
(ραδιοηλ.) η μετατόπιση μιας περιοχής τού φάσματος συχνοτήτων σε άλλη περιοχή του
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση υπαλλήλου σε άλλη θέση από αυτήν που υπηρετεί
μσν.
1. μετοίκηση, μετανάστευση
2. μεταβίβαση
μσν.-αρχ.
μεταβολή, μετατροπή, αλλαγή («θεὸς οὐδεμίαν ἐπιδεχόμενος μετάθεσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αλλαγή φρονήματος ή γνώμης («δυοῑν γὰρ ὄντως τρόπων πᾱσιν ἀνθρώποις τῆς ἐπὶ τὸ βέλτιον μεταθέσεως», Πολ.)
2. μετάσταση από κάποιον, μετατόπιση («πρὸς τὴν μετάθεσιν τῆς τοῡ θεοῡ γενέσεως», Διόδ. Σικ.)
3. η μετάβαση από μια μερίδα σε άλλη, η προσχώρηση
4. το δικαίωμα να μεταβαίνει κάποιος από έναν συνασπισμό σε άλλο, δηλ. να μπορεί να αλλάζει συμμάχους («δίκαιον γὰρ εἶναι πᾱσι τοῑς ξυμμάχοις γεγράφθαι τὴν μετάθεσιν», Θουκ.)
5. ανταλλαγή, πώληση εμπορευμάτων
6. γραμμ. η μετατροπή, η αλλαγή ενός γράμματος, π.χ. φηρσί αντί θηρσί
7. κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, λογοκλοπία
8. φρ. «μετάθεσις αἰτιας»
(ρητ.) ρητορικός τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ρήτορας, επιδιώκοντας εναργέστερη διατύπωση, επιρρίπτει υποθετικά σε άλλο πρόσωπο ή σε άλλο γεγονός εκείνα για τα οποία πραγματεύεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετάθεση — η 1. αλλαγή θέσης. 2. «μετάθεση υπαλλήλου», μετακίνηση υπαλλήλου ή στρατιωτικού από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… …   Dictionary of Greek

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”